- ἔπηξα
- ἔπηξα: see πήγνῦμι.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἔπηξα — ἐφήκω to have arrived aor ind act 1st sg (ionic) πήγνυμι Aër. aor ind act 1st sg πήσσω Aër. aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήζω — έπηξα, πηγμένος 1. μτβ., κάνω κάτι από υγρό στερεό: Έπηξα το γάλα τυρί. 2. αμτβ., γίνομαι από υγρό στερεό: Και στις ασπίδες έπηζε το κρούσταλλο τριγύρω (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη). 3. μτφ., ωριμάζω, φρονιμεύω: Είναι παιδί και το μυαλό του δεν έπηξε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔπηξ' — ἔπηξαι , ἐφήκω to have arrived aor imperat mid 2nd sg (ionic) ἔπηξα , ἐφήκω to have arrived aor ind act 1st sg (ionic) ἔπηξε , ἐφήκω to have arrived aor ind act 3rd sg (ionic) ἔπηξα , πήγνυμι Aër. aor ind act 1st sg ἔπηξο , πήγνυμι Aër. plup ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήζω — Ν 1. κάνω κάτι να στερεοποιηθεί, να μεταβληθεί από ρευστό σε στερεό («πήζω το γάλα») 2. μεταβάλλομαι από ρευστό σε στερεό («έπηξε η κρέμα») 3. μτφ. α) (για χώρο) γεμίζω πάρα πολύ, γεμίζω ασφυκτικά (α. «έπηξε η πλατεία από κόσμο» β. «έπηξε η… … Dictionary of Greek
αμυγδαλόπηκτο — το γλύκισμα αμυγδάλου, μαντολάτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + πηκτο < έπηξα, πήζω. Τη λ. χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο Ιταλός δημοσιογράφος και συγγραφέας Αντ. Φραβασίλης το 1888] … Dictionary of Greek
μπήγω — και μπήζω και μπήχνω και μπήχτω (Μ μπήγω και σμπήγω και μπήσσω και μπήζω) εισάγω κάτι μέσα σε άλλο ή στο έδαφος ή σε στερεό σώμα με πίεση ή χτύπημα, καρφώνω, χώνω («τού γιου μου αρπάζω το σπαθί στα στήθη της τό μπήγω», Βιζυην.) νεοελλ. 1. τρώγω… … Dictionary of Greek
πήζω — πήζω, έπηξα, πηγμένος βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κἀπήξας — ἀπήξᾱς , ἀφήκω arrive at or have arrived aor part act masc nom/voc sg (ionic) ἐπήξᾱς , ἐφήκω to have arrived aor part act masc nom/voc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)